- ναιετάασκον
- ναιετάωdwellimperf ind act 3rd pl (epic ionic)ναιετάωdwellimperf ind act 1st sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ναιετάω — (Α) (ποιητ. τ.) 1. (για πρόσ.) κατοικώ, διαμένω («ὃς ἐν Ἤλιδι ναιετάασκεν», Ομ. Ιλ.) 2. (δοτ. ή με αιτ. τόπου ή εμπρόθ.) ενοικώ, διατρίβω σε κάποιο τόπο («οἳ Στύρα... ναιετάασκον», Ομ. Ιλ.) 3. (για τόπους) βρίσκομαι, κείμαι, («ἀμφὶ δὲ νῆσοι… … Dictionary of Greek